- τιαρόδεσμον
- τὸ, και τιαρόδεσμος, ὁ, Αταινία με την οποία δενόταν η τιάρα στο πίσω μέρος τής κεφαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + δεσμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιαρόδεσμον — band for fastening the tiara behind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)